- επικέλομαι
- ἐπικέλομαι (ποιητ. τ.) (Α)(αποθ.)1. επικαλούμαι («πολλά κατηρᾶτο, στυγερός δ’ ἐπεκέκλετ’ Ἑρινῡς», Ομ. Ιλ.)2. (με δοτ. και απρμφ.) συμβουλεύω, ενθαρρύνω («τεῷ ἐπικέκλεο παιδί», Απολλ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κέλομαι «προτρέπω, φωνάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.